Λέστερ

Λέστερ
(Leicester). Πόλη (279.921 κάτ. το 2001) της Αγγλίας και διοικητική περιοχή, από το 1997, στην κομητεία του Λέστερσερ (2.084 τ. χλμ., 609.578 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Σόαρ, Ν του Νότιγχαμ, στην κεντρική Αγγλία. Το Λ. αποτελεί σημαντικό εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο ήδη από τον 14ο αι., γνωστότερο κυρίως για την παραγωγή πλεκτών ειδών και υφαντών. Σήμερα, εκτός από τη βιομηχανία πλεκτών και την υφαντουργία, οι οποίες καταλαμβάνουν κυρίαρχη θέση στη βιομηχανική δραστηριότητα της περιοχής, διαθέτει επιχειρήσεις κατασκευής μηχανών, υποδημάτων, ηλεκτρικών ειδών, τροφίμων κ.ά. Η πόλη συνδέεται μέσω διωρύγων με το Λονδίνο και είναι επίσης σιδηροδρομικός κόμβος. Στο Λ. υπάρχουν δύο πανεπιστημιακά ιδρύματα, το πανεπιστήμιο του Λ., το οποίο ιδρύθηκε ως πανεπιστημιακό κολέγιο το 1918 και απέκτησε καταστατικό χάρτη το 1957, και το πανεπιστήμιο Ντε Μοντφόρ (πρώην πολυτεχνική σχολή του Λ.), το οποίο ιδρύθηκε το 1992 και πήρε την ονομασία του από τον κόμη του Λ., Σάιμον ντε Μοντφόρ (1160-1212). Την περίοδο 1950-70, πολλοί Ασιάτες μετανάστες μετακινήθηκαν στην περιοχή για να εργαστούν στην υφαντουργία και, έως τα τέλη του 20ού αι., οι ασιατικής καταγωγής οικογένειες αποτελούσαν περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού της πόλης, κατορθώνοντας να αναδείξουν τον πρώτο βουλευτή ασιατικής καταγωγής (1987), ο οποίος είχε θέσει υποψηφιότητα με το Εργατικό Κόμμα. Τα αξιοθέατα της πόλης είναι πολλά, με κυριότερα τον Πύργο του Ρολογιού, στο κέντρο της, τον καθεδρικό ναό του Αγίου Μαρτίνου, το νοσοκομείο της Αγίας Τριάδας, την πύλη Νιούαρκ του κάστρου και το δημαρχείο (και τα τρία του 14ου αι.), τη σχολή Γουίνγκεστον του 16ου αι., την πινακοθήκη με φημισμένα έργα του γερμανικού εξπρεσιονισμού κ.ά. Ιστορία. Το Λ. υπήρξε αρχικά ρωμαϊκό στρατόπεδο (Ratae Coritanorum) και ακμάζουσα πόλη του νορμανδικού βασιλείου. Ήταν μία από τις ονομαστές Πέντε πόλεις των Δανών. Το 1589 της παραχωρήθηκε βασιλικός καταστατικός χάρτης. Το 1832 συνδέθηκε σιδηροδρομικώς με τη γαιανθρακοφόρα πεδιάδα του Λέστερσερ και από τότε άρχισε η ταχύτατη μηχανική του ανάπτυξη. Άποψη από το εσωτερικό του Εθνικού Διαστημικού Κέντρου στο Λέστερ της Μεγάλης Βρετανίας (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Γκέρμερ, Λέστερ Χάλμπερτ — (Lester Halbert Germer, Σικάγο 1896 – 1971). Αμερικανός φυσικός. Εργάστηκε στο εργαστήριο της τηλεφωνικής εταιρείας Bell στη Νέα Υόρκη και πραγματοποίησε εργασίες σχετικά με το θερμοηλεκτρονικό φαινόμενο και την κυματική οπτική. Σε συνεργασία με… …   Dictionary of Greek

  • Πίρσον, Λέστερ Μπόουλς — (Pearson, Τορόντο 1897 – Οτάβα 1972). Καναδός πολιτικός. Διπλωματικός αντιπρόσωπος της χώρας του στην Ουάσινγκτον (1944 46) έλαβε μέρος στις μεγάλες διεθνείς διασκέψεις μετά τον B΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Πρόεδρος της Επιτροπής του OHE για την… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Αντίγκουα και Μπαρμπούντα — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική. Υπάγεται στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Υπήνεμων Νήσων (Leeward Islands), στο ανατολικό άκρο της Καραϊβικής θάλασσας.Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.… …   Dictionary of Greek

  • μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… …   Dictionary of Greek

  • τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… …   Dictionary of Greek

  • ακρ ή άκρο — (acre). Αγγλοσαξονική μονάδα επιφάνειας, με ποικίλες κατά τόπους αντιστοιχίες προς το δεκαδικό σύστημα. Η λέξη είναι νορμανδικής προέλευσης και δεν έχει καμία σχέση με την ελληνική λέξη άκρο. Η λέξη αυτή παράγεται από το aecer, που σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • Γκούντμαν, Μπένι — (Benjamin «Benny» Goodman, Σικάγο 1909 – 1986). Αμερικανός κλαρινετίστας και διευθυντής ορχήστρας. Μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της ιστορίας της τζαζ, ο Γ. ήταν ο πρώτος που εισήγαγε το 1938 την τζαζ στο Κάρνεγκι Χολ, ξεπερνώντας ένα …   Dictionary of Greek

  • Γουόλσεϊ, Τόμας — (Thomas Wolsey, Ίπσουιτς 1471; – Αβαείο του Λέστερ 1530). Άγγλος κληρικός. Το 1515 ο Λέων Γ’ τού απένειμε το αξίωμα του καρδινάλιου και τρία χρόνια αργότερα ονομάστηκε παπικός λεγάτος στην Αγγλία. Έγινε καγκελάριος του κράτους και υπήρξε ο… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”